κεφαλή

κεφαλή
Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των ανωτέρων ζωικών οργανισμών χαρακτηρίζεται από την αμφίπλευρη συμμετρία της και το μάλλον επίμηκες σχήμα της. Στα σπονδυλόζωα, η κ. αποτελείται από δύο μέρη: το κρανίο και το πρόσωπο. Το κρανίο είναι μία οστέινη κάψα, η οποία αποτελεί συνέχεια της σπονδυλικής στήλης και περιέχει τον εγκέφαλο, το ανώτερο τμήμα της νωτιαίας χορδής, τα αγγεία και τα κρανιακά νεύρα. Στο κρανίο υπάρχουν πολλά ανοίγματα, μέσω των οποίων διέρχονται αγγεία και νεύρα. Το πρόσωπο περιλαμβάνει το στόμα και τις σιαγόνες, τη μύτη και τα μάτια, αλλά όχι τα αφτιά, τα οποία υπάγονται στην κρανιακή περιοχή. Το πρόσωπο καλύπτεται από πολλούς μυς, οι οποίοι είτε κινούν την κάτω σιαγόνα, εξυπηρετώντας τη μάσηση, είτε συνιστούν τους λεγόμενους μυς έκφρασης του προσώπου. Στο σύνολο της κεφαλής εντοπίζονται τα όργανα αισθήσεως της όρασης, της όσφρησης, της ακοής και της γεύσης. Η κ. του ανθρώπου αποτελείται από 22 οστά: 8 του κρανίου και 14 του προσώπου. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται επίσης για το εγγύς άκρο ενός μακρού οστού, δηλαδή το άκρο που βρίσκεται κοντύτερα στον κορμό (για παράδειγμα, κ. βραχιονίου ή μηριαίου οστού). Επίσης χρησιμοποιείται ο όρος κ. μυός, για το άκρο του μυός που προσφύεται στη λιγότερο κινητή από τις δομές πρόσφυσής του. κεφαλαλγία. Γενική ονομασία όλων των πόνων της κ. Το σύμπτωμα αυτό είναι εξαιρετικά συχνό, όμως σπάνια υποκρύπτει σοβαρά οργανικά αίτια. Ορισμένες κ. έχουν ειδικές ονομασίες εξαιτίας της χαρακτηριστικής συμπτωματολογίας τους, όπως για παράδειγμα η ημικρανία. Η κεφαλαλγία παρατηρείται σε περιπτώσεις τραυματισμού της κ., μηνιγγίτιδας, εγκεφαλίτιδας, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, σύφιλης, τυφοειδούς πυρετού, ουραιμίας, εγκεφαλικού όγκου, διαταραχής σύγκλισης της κάτω γνάθου· επίσης από διαιτητικούς παράγοντες ή από ψυχολογικά αίτια, αλλά συνήθως οφείλεται σε διαταραχές της κυκλοφορίας του αίματος στην περιοχή της κ. Βλ. λ. ημικρανία. Η κεφαλή του ανθρώπου αποτελείται από 22 οστά: 8 του κρανίου και 14 του προσώπου. Το πρόσωπο καλύπτεται από πολλούς μυς, οι οποίοι είτε κινούν την κάτω σιαγόνα, εξυπηρετώντας τη μάσηση, είτε συνιστούν τους λεγόμενους μυς έκφρασης του προσώπου (φωτ. ΑΠΕ)
* * *
η (ΑΜ κεφαλή)
1. το ανώτερο άκρο τού ανθρώπινου σώματος το οποίο συνδέεται με τον κορμό με τη μεσολάβηση τού λαιμού ή το πρόσθιο άκρο τού σώματος τών ζώων, στο οποίο εδράζεται ο εγκέφαλος και βρίσκονται τα περισσότερα αισθητήρια όργανα, το κεφάλι
2. η κορυφή ή το προεξέχον άκρο ενός αντικειμένου ή γενικά το τμήμα που προηγείται, που είναι πιο σημαντικό ή πιο χρήσιμο ή μοιάζει με το κεφάλι κατά το σχήμα (α. «κεφαλή τού πικάπ» β. «κεφαλή τού μαγνητοφώνου» γ. «πυρηνικές κεφαλές» δ. «κεφαλή τής φάλαγγας» ε. «ἐμβαλὼν σκορόδων κεφαλάς», Αριστοφ.
στ. «ἡ κεφαλὴ τοῡ ὄρχεως» — η επιδιδυμίδα
ζ. «τὰ δ' αὖ τῶν πολυπόδων τοιούτων οὐδέν ἔχει διὰ τὸ μικρὸν ἔχειν τὸ κύτος τὴν καλουμένην κεφαλήν», Αριστοτ.
η. «ἀναβάντες ἐπὶ τὰς κεφαλάς» — αφού ανέβηκαν στα γεισώματα τού τοίχου, Ξεν. θ. «ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν στύλων» — στα κιονόκρανα, ΠΔ)
3. ο αρχηγός, ο ηγέτης (α. «η κεφαλή τού κράτους» β. «η κεφαλή τής εκκλησίας» γ. «πρώτη κεφαλή ὁ στρατηγός», Λέων Σοφ.)
4. το πιο ουσιώδες μέρος, η πιο σημαντική θέση (α. «κάθεται πάντα στην κεφαλή τού τραπεζιού» β. «κεφαλή δείπνου» — η πιο καλή μερίδα φαγητού στο δείπνο, Αλεξ.)
5. φρ. «κατά κεφαλήν» — σε κάθε άτομο, ανά άτομο (α. «το κατά κεφαλήν εισόδημα» β. «κατὰ κεφαλὴν ἕκαστος εἰσφέρει τὸ τεταγμένον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ανατ. α) ονομασία που δίνεται στο διογκωμένο μέρος ορισμένων οργάνων («κεφαλή τής επιδιδυμίδας»)
β) ονομασία που δίνεται στο άκρο ορισμένων οστών («κεφαλή τού μηριαίου οστού»)
2. χημ. στον πληθ. οι κεφαλές
ονομασία τών πρώτων αποσταγμάτων που λαμβάνονται κατά την απόσταξη αλκοολούχων υγρών
3. μουσ. α) (στα έγχορδα όργανα) το τμήμα τού μπράτσου όπου υπάρχουν τα κλειδιά στα οποία και χορδίζονται οι χορδές
β) (στο φλάουτο και στη φλογέρα) το κινητό πάνω τμήμα τού οργάνου όπου υπάρχει το υποχείλιο ή το ράμφος
4. φρ. «ο επί κεφαλής» ή «ο επικεφαλής» — ο αρχηγός, ο προϊστάμενος, ο πρώτος
νεοελλ.-μσν.
φρ. «δεν έχω πού την κεφαλήν κλίνω ή κλίναι» — δεν βρίσκω πουθενά ανάπαυση ή δεν έχω από πουθενά βοήθεια
μσν.
φρ. α) «κακή κεφαλή» — ξεροκέφαλος
β. «αἴρω κεφαλήν» — σηκώνω κεφάλι, επαναστατώ
μσν.-αρχ.
1. η αφετηρία, το ξεκίνημα («κεφαλή χρόνου», Πλούτ.)
2. στον πληθ. αἱ κεφαλαί
οι πηγές ποταμού («Τεάρου ποταμοῡ κεφαλαί», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (σε περιφράσεις) ο άνθρωπος, το άτομο (α. «πολλάς ίφθίμους κεφαλάς Ἄιδι προϊάψειν», Ομ. Ιλ.
β. «μεγάλη κεφαλή» — σπουδαίο πρόσωπο, προσωπικότητα, Βέττ. Βαλ.
γ. «ω κακαι κεφαλαί», Ηρόδ.)
2. η ζωή, η ύπαρξη, η υπόσταση («ἀποβαλέεις, τὴν κεφαλήν» — θα χάσεις τη ζωή σου, θα πεθάνεις, Ηρόδ.)
3. (για όρκο ή κατάρα) («νῡν ἐς κεφαλὴν τρέποιτό μοι» — τώρα να πέσει στο κεφάλι μου, Αριστοφ.)
4. (για αγγεία) το ανώτατο μέρος, το χείλος
5. η πηγή τού ποταμού
6. η εκβολή τού ποταμού
7. η αρχή, η αιτία, η γένεση («Ζεὺς κεφαλή, Ζεὺς μέσσα, Διός δ' ἒκ πάντα τελεῑται», Ορφ.)
8. το τέλος, η κορωνίδα («κεφαλήν τε τῷ πειρώμεθα ἁρμόττουσαν ἐπιθεῑναι», Πλάτ.)
9. (για τους μυς) η αρχή
10. ομάδα ανθρώπων, συμμορία
11. η αποπεράτωση, το αποτέλεσμα
12. το σύνολο, το άθροισμα
13. το προπορευόμενο δεξιό ήμισυ τής στρατιωτικής φάλαγγας
14. φρ. αστρολ. «κεφαλὴ τοῡ κόσμου» — ο Κριός
β) «κατὰ κεφαλήν» ή (επικ.) «κάκ κεφαλήν»
i) πάνω στο κεφάλι, κατακέφαλα
ii) προς τα κάτω («καὶ κατά κεφαλὴν τὸ τεῑχος τῆς ἀκροπόλεως διώρυττον» Ξεν.)
iii) πάνω από κάτι («κατά κεφαλήν αὐτῶν... ὑπὲρ τοῡ Ἡραίου», Ξεν.)
γ) «τὸ κατὰ κεφαλὴν ὕδωρ» — το νερό τής βροχής, Θεόφρ.)
δ) «ἐπὶ κεφαλήν»
i) με το κεφάλι προς τα κάτω
ii) αμελώς, απερίσκεπτα, αυθαίρετα
iii) με μεγάλη εκτίμηση
ε) «ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς» ή «ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κεφαλήν» — από το κεφάλι μέχρι τα πόδια
στ) «κεφαλὴ περίδεσμος» — κεφαλόδεσμος, Αριστοφ.)
ζ) «ἐπὶ ταῑς κεφαλαῑς»
(ως ένδειξη εκτιμήσεως, θαυμασμού) πάνω στα κεφάλια τους τους έχουν
η) «φίλη κεφαλή»
(ως προσφώνηση που εκφράζει οικειότητα και αγάπη) φίλτατος, αγαπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *ghebh (e)l- «αέτωμα, κεφαλή» και συνδέεται με τοχαρ. Α. śpāl «κεφαλή» και προπάντων με τα γερμανικά γοτθ. gibla «έπαλξη, με άνω γερμ. gebel «κρανίον» και νεογερμ. Giebel «αέτωμα, κορυφή». Η λ. κεφαλή συναγωνίστηκε επιτυχώς την αρχαϊκή και δύσχρηστη λ. κάρα* επικρατήσασα ευρύτερα τόσο στην αρχαία όσο και στη Νέα Ελληνική (με τον τ. κεφάλι). Στην αρχ. μακεδόνικη διάλεκτο απαντά ως κεδαλή, κεβλή και γαδαλά («ἐγκέφαλον ἢ κεφαλήν», Ησύχ.). Η ετυμολογία τής λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποδοχή ως πρωταρχικής τής σημασίας «κρανίο» (πρβλ. λατ. testa). Από τη λ. παράγονται επίσης τα ανθρωπωνύμια Κεφαλίνος, Κέφαλος, Κεφάλων.
ΠΑΡ. κεφάλαιος, κεφαλαίος, κεφάλας, κεφαλικός, κεφαλίνη, κεφαλίνος, κεφαλίδα (-ίς), κέφαλος, κεφαλωτός
αρχ.
κεφαληδόν, κεφαλητικός, κεφαλίδιον, κεφαλίζω, κεφάλων, κεφαλίτης, κεφαλώδης, κεφαλών
αρχ.-μσν.
κεφαλεύω
νεοελλ.
κεφάλα, κεφαλήσιος, κεφαλώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. κεφαλ(ο)-. (Β' συνθετικό) απαντά υπό τους τύπους -κεφαλή, -κεφάλας και -κέφαλος. α) -κεφαλή: λεοντοκεφαλή
νεοελλ.
βοϊδοκεφαλή, μοσχαροκεφαλή, νεκροκεφαλή, χοιροκεφαλή, ψαροκεφαλή. β) -κεφάλας: Βουκεφάλας. γ) -κέφαλος: αιγοκέφαλος, ακέφαλος, αμφικέφαλος, βαρυκέφαλος, βουκέφαλος, βραχυκέφαλος, δικέφαλος, εγκέφαλος, εκατογκέφαλος, κυνοκέφαλος, λεοντοκέφαλος, μακροκέφαλος, μεγαλοκέφαλος, μικροκέφαλος, ονοκέφαλος, πολυκέφαλος, πλατυκέφαλος, σφηνοκέφαλος, τρικέφαλος, υδροκέφαλος
αρχ.
δρακοντοκέφαλος, ευκέφαλος, εχιδνοκέφαλος, ζωοκέφαλος, θυννοκέφαλος, ισοκέφαλος, κριοκέφαλος, λευκοκέφαλος, λιθοκέφαλος, μαδαροκέφαλος, μονοκέφαλος, ξηροκέφαλος, οξυκέφαλος, ορθοκέφαλος, ουλοκέφαλος, προκέφαλος, ριζοκέφαλος, σεισοκέφαλος, στρουθοκέφαλος, σχινοκέφαλος, ταυροκέφαλος, τρισσοκέφαλος, υγροκέφαλος, χρυσοκέφαλος
μσν.- νεοελλ.
κολοκυ(ν)θοκέφαλος
νεοελλ.
αδειοκέφαλος, αμβλυκέφαλος, αυτοκέφαλος, βαριοκέφαλος, βοϊδοκέφαλος, γαϊδουροκέφαλος, γυμνοκέφαλος, δολιχοκέφαλος, ελαφοκέφαλος, ελαφροκέφαλος, θερμοκέφαλος, κακοκέφαλος, κατακέφαλος, κορακοκέφαλος, κουφιοκέφαλος, μαυροκέφαλος, μπουμπουνοκέφαλος, νανοκέφαλος, ξεροκέφαλος, οφιοκέφαλος, πονοκέφαλος, σγουροκέφαλος, σιδεροκέφαλος, σκληροκέφαλος, σκυλοκέφαλος, σουβλοκέφαλος, στενοκέφαλος, στραδοκέφαλος, ταπεινοκέφαλος, τριγωνοκέφαλος, χοντροκέφαλος, ψαροκέφαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κεφαλῇ — Κεφαλή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλῇ — κεφαλή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεφαλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλή — η 1. το πάνω μέρος του σώματος του ανθρώπου ή το μπροστινό μέρος του σώματος των ζώων, κεφάλι: Τον χτύπησε στην κεφαλή. 2. αρχηγός: Ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλώνω — [κεφαλή] 1. εγκαθίσταμαι σε κάποια χώρα ως κυρίαρχος, γίνομαι αφέντης 2. αποκτώ περιουσία με την οποία μπορώ ν αρχίσω δική μου εργασία, ευπορώ 3. σφυροκοπώ την αιχμηρή άκρη καρφιού για να τό πλατύνω και να σχηματίσω κεφαλή …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλῆι — Κεφαλῇ , Κεφαλή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλῆι — κεφαλῇ , κεφαλή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεφαλαῖν — Κεφαλή fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαῖν — κεφαλή fem gen/dat dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”